έκτρωση — Η τεχνητή πρόωρη αποβολή του εμβρύου από τη μήτρα. Βλ. λ. άμβλωση. * * * η (Α ἔκτρωσις) πρόωρη αποβολή τού εμβρύου από τη μήτρα, αυτόματη ή τεχνητή διακοπή τής εγκυμοσύνης αρχ. άμβλωση, αποβολή, πρόωρη γέννηση … Dictionary of Greek
έκτρωση — η αυτόματος ή τεχνητός πρόωρος τοκετός, άμβλωση, αποβολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτρωσμός — ἐκτρωσμός, ο (Α) 1. έκτρωση που γίνεται ώς τις σαράντα μέρες τής κυήσεως 2. επιχειρηθείσα έκτρωση … Dictionary of Greek
εκτρωτικός — ή, ό (Α ἐκτρωτικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έκτρωση ή τήν προκαλεί («εκτρωτικά φάρμακα») II. επίρρ. εκτρωτικώς με τρόπο που προκαλεί έκτρωση … Dictionary of Greek
φθόριος — ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος] το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωση αρχ. 1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» ποσό που δινόταν στη νύφη ως … Dictionary of Greek
εκτρωτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην έκτρωση (βλ. λ.), που προκαλεί έκτρωση: Εκτρωτικά φάρμακα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμβλωμα — το (Α ἄμβλωμα) [ἀμβλῶ] νεοελλ. 1. πρόωρα γεννημένο έμβρυο 2. κάθε ελλιπές και κακότεχνο κατασκεύασμα αρχ. η άμβλωση, έκτρωση … Dictionary of Greek
άμβλωση — Η διακοπή της εγκυμοσύνης, που συνίσταται στην αποβολή του εμβρύου πριν από την πάροδο 28 εβδομάδων, οπότε το έμβρυο είναι πλέον βιώσιμο. Η ά. μπορεί να γίνει αυτόματα ή να προκληθεί τεχνητά. Η αυτόματη ά. συμβαίνει χωρίς την επέμβαση της ίδιας… … Dictionary of Greek
έκρυση — η (Α ἔκρυσις) 1. διέξοδος ρέοντος υγρού 2. αποβολή εμβρύου τις πρώτες μέρες μετά τη σύλληψη, (σε αντιδιαστολή προς την έκτρωση) 3. (για τρίχες) πτώση 4. η ουσία που εκρέει … Dictionary of Greek
έκτρωμα — το (AM ἔκτρωμα) 1. έμβρυο που αποβλήθηκε με έκτρωση, εξάμβλωμα, απόριμμα 2. τέρας ασχήμιας, υπερβολικά άσχημο πράγμα 3. (μτφ. για ανθρώπους) αποκρουστικός, τερατώδης αρχ. πρόωρος τοκετός … Dictionary of Greek